- μαστευτής
- μαστ-ευτής, οῦ, ὁ,A = μαστήρ, X.Oec.8.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαστευτής — ο (Α μαστευτής) [μαστεύω] νεοελλ. αυτός που κάνει έρευνες για να ανακαλύψει υπόγεια ύδατα αρχ. μαστήρ*, αναζητητής, ερευνητής κάποιου προσώπου ή πράγματος … Dictionary of Greek
μαστευτοῦ — μαστευτής masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματευτής — ματευτής, ὁ (Α) [ματεύω] ο μαστευτής* … Dictionary of Greek
υδρομαστευτής — ο, Ν αυτός που εκτελεί υδρομαστεύσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + μαστευτής (< μαστεύω)] … Dictionary of Greek